- αλιθόστρωτος
- -η, -ο[λιθόστρωτος]αυτός που δεν έχει στρωθεί με πέτρες, ο χωρίς λιθόστρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιθόστρωτος — η, ο αυτός που δε στρώθηκε με πέτρα: Αρκετοί δρόμοι στο χωριό ήταν τότε αλιθόστρωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)